βαθμοειδής

βαθμοειδής
βαθμ-οειδής, ές,
A like steps, Democr.155, Zos.Alch. p.176B.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βαθμοειδής — βαθμοειδής, ές (Α) αυτός που φαίνεται σαν να έχει βαθμίδες, σκαλοπάτια …   Dictionary of Greek

  • βαθμοειδεῖ — βαθμοειδής like steps masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) βαθμοειδής like steps masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθμοειδεῖς — βαθμοειδής like steps masc/fem acc pl βαθμοειδής like steps masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθμός — Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά στην τεχνική και στην επιστημονική γλώσσα για να δείξει, χωρίς αξιώσεις επιστημονικής ακριβολογίας, το πόσο εντατικό εμφανίζεται ένα φαινόμενο (π.χ. το τάδε υλικό είναι σε μεγάλο βαθμό ανθεκτικό στη κάμψη). Η ίδια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”